Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Το πάθημα του Ντίνου

Τα παλιότερα τα χρόνια,
οι παππούδες με τα εγγόνια,
τις κρύες νύχτες του χειμώνα,
κάθονταν κοντά στο τζάκι
κι έλεγαν παραμυθάκι.

Έτσι, μια νύχτα σαν κι αυτή,
παγωμένη, σκοτεινή,
που η ομίχλη έπεφτε πυκνή,
λέει ο Ντίνος στον παππού:
«Θα μου πεις την αλεπού;»

«Θα στην πω παραπονιάρη!
Όμως, κάνε μου τη χάρη,
κατέβα κάτω στο κελάρι·
Να! πιάσε το κατοσταράκι
και φέρε μου λίγο κρασάκι.»

«Ναι παππούλη! Με χαρά!»
λέει ο Ντίνος ζωηρά.
Βάζει στα πόδια του φτερά,
κρασί σβέλτα να γεμίσει,
παραμύθι ν’ αρχινίσει.

Ψάχνει, βρίσκει το βαρέλι
με το καλό το κοκκινέλι,
μα … τη σκανταλιά τη θέλει.
Κι όπως την κάνουλα γυρίζει,
τρανή λαχτάρα  τον πλημμυρίζει.

«Ωωω!!! τι νεράκι είναι αυτό!!!
Γάργαρο και λαμπερό,
κόκκινο κι ευωδιαστό!!!
Αν πιώ λιγάκι, ποιός θα το ξέρει;
Χαρά μεγάλη θα μου φέρει.»
 
Πέφτει ανάσκελα στη γη,
με λαχτάρα περισσή
να δοκιμάσει το κρασί
και ρουφάει απ’ το βαρέλι
του παππού το κοκκινέλι.

«Τι γλυκό! … κι ας καίει λίγο!...
Δεν το νοιώθω πια το κρύο!...
Πού να σηκωθώ να φύγω!...
Για δες γέλια που έχω βάλει!...
Τι ευφραίνονται οι μεγάλοι!!!»

Μα σε μερικά λεπτά,
όταν γέμισε η κοιλιά,
ξάφνου η ζάλη αρχινά.
Του πονάει το κεφάλι
κι αρχινά το παρακάλι:

«Ωωωχ! Το κεφάλι μου γυρίζει!
κι έχω κι ανοιχτή τη βρύση!...
Ο παππούς θα με τσακίσει!!!
Τι μπελάς κακός με βρήκε!...
Διάολος μέσα μου θα μπήκε!»

Καθώς αργούσε το παιδί,
πάει ο παππούς και τι να δει!
Λίμνη είχε κάνει το κρασί,
ξάπλα  στο πάτωμα ο Ντίνος.
Έφταιξε όμως κι εκείνος.

«Αχ! παιδί μου, τι να πω!
Ξέρω πως είσαι ζωηρό,
μα δεν το πρόσμενα αυτό!
Πάμε τώρα να ξαπλώσεις
κι άλλη φορά βάζουμε γνώση.»

 Δήμητρα 1/2/2015

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Κατάδικός της

«Φορές φορές αναρωτιέμαι πού βρίσκονται και πού χάνονται τα δάκρυα και τα γέλια που εναλλάσσονται από τη μια μεριά της σιδερόπορτας κι από την άλλη. Πώς, σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, μεγαλώνω περνώντας την κλειδωμένη πόρτα για να μπω στον κόσμο τους, κι ύστερα μικραίνω πάλι, πίσω στον κόσμο που δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να αισθανθεί το μεγαλείο της ψυχής τους. Αν κάποτε παίζουμε θέατρο; Κι αυτοί κι εμείς. Κι ο χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται σε μια τρελή αλληλοδιαδοχή.» Ένιωσε πολύ χαρούμενη με αυτήν την παράγραφο, αποθήκευσε το αρχείο στην επιφάνεια εργασίας και αμέσως μετά το έστειλε στο μέιλ της εφημερίδας. 
 Έπρεπε να ντυθεί σχετικά γρήγορα, το επισκεπτήριο στον Κορυδαλλό τελείωνε στις 10.00 και δεν ήθελε να το αφήσει στην τύχη, μήπως και πετύχαινε στην είσοδο τον φύλακα που τους συμπαθούσε, ακόμη και αυτός είχε μαζευτεί τον τελευταίο καιρό στο να της κάνει χάρες. Με τόσα τρεξίματα λίγο πριν τη δίκη, είχε κοντά βδομάδα να δει τον Χρήστο της. Έστω και έτσι, περνώντας τόσες καγκελόπορτες, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των φρουρών, μπορούσε να ζήσει ένα υποκατάστατο συντροφικότητας, να του πει τα νέα της εβδομάδας της, να του πιάσει για λίγο το χέρι και να του υποσχεθεί πως όλα καλά θα πάνε με τη δίκη, μέχρι να τη μαλώσει ο φρουρός και να το τραβήξει γρήγορα πίσω. 
Στριμώχτηκε μέσα στη ριχτή έτσι κι αλλιώς φούστα της, από τότε που είχαν πιάσει τον Χρήστο της, το έριξε ακόμη περισσότερο στο φαγητό. Δεν τρέχει και τίποτα, του άρεσαν οι γεμάτες του Χρήστου της, και αντίθετα με την κόρη της Ελένης και του Νίκου, δεν είχε το πρόβλημα να την κυνηγάνε τα κανάλια και οι φωτογράφοι και χοντρή να την ανεβάζουνε, γουρούνα να την κατεβάζουνε στα μπλογκ. Έβρισκε μια σκοτεινή αξιοπρέπεια στην εικόνα της προς τα έξω, της πιστής συζύγου που συμπαραστέκεται στον άντρα της, χωρίς να τη νοιάζει η δημοσιότητα και η εξουσία. 
Λίγο πριν το πάρκινγκ των φυλακών, σε ένα φανάρι στη Γρηγορίου Λαμπράκη ένας Πακιστανός προσπάθησε να της καθαρίσει το τζάμι. Πάτησε με δύναμη το κουμπί για τους υαλοκαθαριστήρες και άρχισε να φωνάζει υστερικά: «Δεν θέλω, φύγε, φύγε από εδώ! Τι λέω από εδώ, πίσω στο Ισλαμαμπάντ να πας, δε μου φτάνουν τα προβλήματά μου, έχω και εσένα!» Πατώντας το γκάζι σκέφτηκε ότι δεν της έφταιγε σε τίποτα ο συγκεκριμένος άνθρωπος, η φτώχεια της χώρας του και η ανίσχυρη φυλή του ήταν το πρόβλημα, πώς θα γινόταν να τους στέλναμε όλους πίσω σε μια πατρίδα που θα μπορούσε να τους θρέψει και δεν θα τους έδιωχνε προς την Ευρώπη. Έτσι όπως ήταν ο πλανήτης, κατέληγαν χίμαιρα οι απελάσεις, έναν έστελνες πίσω, τρεις σου ερχόντουσαν. Θα μου πεις κάποιοι πνίγονταν, κάποιοι πάταγαν νάρκες. Και πάλι, από τους τρεις ένας θα έμενε για να αντικαταστήσει αυτόν που είχες διώξει. 
Πέρασε τη μεγάλη σιδερένια πόρτα και κατευθύνθηκε προς την κεντρική είσοδο. Άφησε την τσάντα της στο καλαθάκι για τον ανιχνευτή μετάλλων, και ο φύλακας την ρώτησε αν φορούσε κάτι άλλο που να είχε μέσα μέταλλο, για να το βγάλει πριν περάσει από το μηχάνημα για τον σωματικό έλεγχο. «Μάλλον είστε καινούριος, δεν είναι η πρώτη φορά που έρχομαι.» του απάντησε απότομα. «Τίποτα μεταλλικό επάνω μου». Σε λίγο θα έβλεπε τον Χρήστο της και ένιωθε την ένταση της προσμονής να ανεβαίνει μέσα της, δεν χρειαζόταν ούτε να φωνάξει στον Πακιστανό, ούτε να επιπλήξει τον φρουρό. Καλή κακή, τη δουλειά που τους δόθηκε έκαναν και οι δύο. «Την ταυτότητα σας, κυρία μου.» Του την έδωσε. «Ειρήνη Δημοπούλου Παππά;» «Ναι, ακριβώς. Πηγαίνω στη γυναικεία πτέρυγα, για να επισκεφτώ τον σύζυγό μου». Η σταθερή αντίδραση αυτού που δεν την ήξερε, το βλέμμα που πετάχτηκε από τα χαρτιά και την κοίταξε από επάνω ως κάτω. Αυτή είναι η γυναίκα του λοιπόν, θα σκεφτόταν. 
Ναι, αυτή ήταν η γυναίκα του, και ήταν βαθιά χαρούμενη που θα συναντιόταν με τον άντρα της. Όλα τα υπόλοιπα θα της ξαναγυρίζαν στο μυαλό, όταν περνούσε τη μεγάλη σιδερένια πόρτα φεύγοντας, όταν θα ξαναμίκραιναν οι σκέψεις της για να αντιμετωπίσει τον κόσμο των απλών ανθρώπων. Προς το παρόν είχε ραντεβού με έναν ήρωα, τον δικό της, κατάδικό της ήρωα. 

Κωστής, 7/12/2014
[Η έμπνευση του κειμένου βρίσκεται εδώ, στη δεξιά στήλη της σελίδας 5,  αλλά ίσως είναι καλύτερο να διαβαστεί μετά την αναγνωση αυτού του κειμένου.]

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Αλλιώτικο

Θα ήθελα
να ήσουν αλλιώς, αλλού, άλλοτε.
Όπως με την ίδια περηφάνια
να κυλούν το γέλιο και το δάκρυ.
Όπου με την ίδια θαλπωρή
να  μ’ αγκαλιάζουν το δικό και το ξένο.
Όταν με την ίδια στοργή
να μ’ αλλάζουν το παρόν και το μέλλον.

Μα αφού είσαι
έτσι, εδώ, τώρα
άσε τουλάχιστον τη σκέψη μου
ατείχιστη να ταξιδεύει
κάπως  άμορφη
κάπου  άτοπη
κάποτε  άκαιρη.

Δήμητρα  30/11/2014

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Ακροβάτης

Ισορροπείς
σε σχοινί τεντωμένο, δεμένο γερά στην αρχή και στο τέλος.
Μπροστά σου το άδηλο, το μηδέν και το άπειρο.
Πίσω σου η μνήμη, το κενό και το πλήρες.
Κι από κάτω το πλήθος, αναρίθμητα μάτια
με κομμένη την ανάσα σε παρακολουθούν.
Έτσι όπως μοιάζεις μετέωρος, ανάμεσα σους χρόνους
που προδιαγράφουν το πριν και το μετά.

Σχοινοβατείς
Έκλεισες τα μάτια, ανάσανες βαθιά, καθάρισες τη σκέψη.
Άνοιξες τα φτερά σου, η έκτασή σου άπλωσε, τόλμησες το πρώτο βήμα.
Φόβος και αποφασιστικότητα· θάρρος κι αμφιβολία.
Βαδίζεις σιωπηλός, στο σκοπό προσηλωμένος, προς το τέρμα.
Ότ-αν επιτέλους φτάσεις, θα γευτείς την ευτυχία
χιλιάδων ματιών να σε κοιτούν με θαυμασμό,
χιλιάδων χεριών να σε χειροκροτούν εκστασιασμένα.

Ακροβατείς
Κι από πάνω σου εγώ, δημιουργός κι αφηγητής σου,
που χρόνια τώρα σε προετοίμαζα γι’ αυτό,
με δυνατό ανέμου φύσημα αν σκοπεύω να σε ρίξω
ή αν στο τέρμα νικητής να φτάσεις έχω βάλει για σκοπό,
δε σου ‘χω ορίσει να γνωρίζεις.
Κι ευχή μονάχα μια σου μένει, άβουλο εσύ της μοίρας πλάσμα:
όταν τα βήματα στερέψουν, να ‘ναι οι φτερούγες σου γερές.

Δήμητρα  23/11/2014

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Λουϊσα

Τράβηξε βαθιά και αργόσυρτα μέσα της την πρώτη τζούρα κοιτάζοντας ταυτόχρονα το είδωλο της στον καθρέφτη.
Της άρεσε αυτό που έβλεπε. Ξανθά, πυκνά μελένια μαλλιά από την Ιταλίδα γιαγιά της,  μάτια φαγιούμ από τον Αργεντινό πατέρα της.
Μια γλυκιά μεθυστική ζάλη άρχισε να την κυριεύει.  
Μισόκλεισε τα μάτια της χαμογελώντας όταν μία μακρινή ανάμνηση ζωντάνεψε ξαφνικά και κατέλαβε στιγμιαία όλη της την ύπαρξη.
“Είσαι ωραία γυναίκα, είσαι πολύ ωραία γυναίκα, εδώ χάνεσαι, ξανάκουσε τα ψιθυριστά λόγια του Κροκόδειλου δίπλα στο αυτί της, στη μπάρα του Λασ Γουάπας στο Ρίο Δε Λα Πλάτας, που τραγούδαγε τάνγκος μέχρι το ξημέρωμα.
Ερχότανε κάθε βράδυ τρεις μήνες συνέχεια, πίνοντας όλο το βράδυ και μιλώντας μόνο σε κείνη.
Το πρώτο βράδυ δεν του έδωσε καμία σημασία, ένας λιγούρης κακοφορμισμένος πενηντάρης σκέφτηκε, κοντός, καραφλός με κόκκινα, διαπεραστικά μάτια. Τον απέφυγε εντελώς, μη δίνοντας  σημασία στις γαλιφιές του που προσπαθούσαν να της αποσπάσουν τη προσοχή. Όταν έφυγε τα ξημερώματα , της έριξε φιλοδώρημα στο κουτί μπροστά στα πόδια της  όσα έπαιρνε όλο το μήνα τραγουδώντας κάθε μέρα οκτάωρο.

Από την δεύτερη μέρα τον άκουγε πιο προσεκτικά και παρότι ήξερε κατά βάθος ότι δεν θα του καθότανε με τίποτα, δεν τον αποθάρρυνε ποτέ εντελώς. Από την δεύτερη βδομάδα άρχισε να χαλαρώνει και να γελά με τα αστεία του. Την τρίτη βδομάδα τον περίμενε με ανυπομονησία και όχι μόνο για το γενναιόδωρο φιλοδώρημα. Της άρεσαν οι ιστορίες του, ήτανε εξαιρετικός αφηγητής ο Κροκόδειλος,της γιγάντωνε την αυτοπεποίθηση και τη ματαιοδοξία η ενασχόλησή του αποκλειστικά μαζί της, τα δώρα του, οι βόλτες με τα μόνιππα που την πήγαινε μετά, τα καλύτερα εστιατόρια που τη κέρναγε, η εμμονή του να μάθει όλα όσα την αφορούν, τα υπέροχα αρώματα, εσώρουχα και φουστάνια που της αγόραζε.
Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ξόδευε τόσα, χωρίς να της ζητά τίποτα σε αντάλλαγμα παρά την συνοδεία της και την αμέριστη προσοχή της .
Στό τέλος του πρώτου μήνα που είχε αποκτήσει αρκετή οικειότητα μαζί του τον ρώτησε στα ίσα αν είναι ανίκανος.
Ο κροκόδειλος κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια.
Εγώ κούκλα μου σε ραφινάρω για να σε κάνω τη μεγαλύτερη φίρμα σε όλη την Μέση Ανατολή της είπε, γι αυτό ξοδεύω τα χρήματα μου, κατάλαβε το επιτέλους  και έλα μαζί μου, το ξέρω ότι δε με γουστάρεις και δεν μου κάνει κέφι να πηδάω κάποια με το ζόρι.
Εκείνη κατάπιε την γλώσσα της και κατάφερε να τραυλίσει.
Υπάρχουν τόσες ,πολλές ωραίες γυναίκες..γιατί διάλεξες εμένα;
γιατί ελάχιστες από τις  πράγματι πολλές ωραίες,  έχουν φωνή αηδονιού και είναι φτιαγμένες να τρελαίνουν  και εσύ είσαι μία από αυτές,της απάντησε  εκείνος καταλήγοντας  ότι έχει μία βδομάδα διορία αν θέλει να φύγει μαζί του.
Αυτός δεν μπορεί να καθυστερήσει άλλο.

Μετά από 2 ημέρες του είπε ότι αποφάσισε να τον συνοδέψει στο Κάιρο
Το βράδυ πριν φύγουνε, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που μένανε, αυτός άναψε και κάπνισε έναν ναργιλέ ντουμανιάζοντας το δωμάτιο. Η Λουίσα ξετρελάθηκε με την μυρωδιά. Της άρεσε πολύ και την ζάλισε ευχάριστα.  Ξεκαρδιζότανε με τα αστεία του και είχε για πρώτη φορά στη ζωή της την αίσθηση ότι όλα είναι όπως θα έπρεπε να είναι.

Εκείνος σοβάρεψε ξαφνικά  και τη ρώτησε αν θα του κάνει μία χάρη που θα τον ευχαριστήσει πολύ. Εκείνη του χαμογέλασε σκανταλιάρικα και του είπε  “οτιδήποτε εκτός από το να το κάνουμε”
Κανένα πρόβλημα αντιγύρισε ο κροκόδειλος .
Δεν θέλω να το κάνουμε. Θέλω να βγάλεις πολύ αργά τα ρούχα σου και να κυκλοφορείς στο δωμάτιο γυμνή. Δεν θα σε πλησιάσω καθόλου. Απλά θα σε κοιτάζω.
Χωρίς να του πει κουβέντα κατευθύνθηκε προς τη μπαλκονόπορτα που έβλεπε από ψηλά το παράξενο λιμάνι που ήξερε ότι θα αργούσε πολύ να ξαναδεί και άρχισε αργά να γδύνεται έχοντας του γυρισμένη την πλάτη. Είχε  κορμί που ξεχείλιζε από δύναμη και θηλυκότητα ,με στήθη Αφροδίτης, λυγερή μέση και πεταχτό αφρικάνικο κώλο και ήτανε γεμάτη αυτοπεποίθηση την ώρα που γδυνότανε... Ήξερε καλά την δύναμη του κορμιού της και συνειδητοποίησε ότι της άρεσε πολύ αυτό που έκανε.
Το θέαμα υπερέβαινε και τις καλύτερες προσδοκίες του κροκόδειλου που με κοκκινισμένα μάτια την κοίταζε ερεθισμένος, υπολογίζοντας τι πιθανότητες είχε να την γευτεί.
Εκείνη στράφηκε απότομα και το βλέμμα της παγίδευσε το δέος και τον υπολογισμό του μαστουρωμένου κροκόδειλου ολοφάνερα στη  ματιά του κολλημένη αρκετά χαμηλώτερα από την δική της μάτια.
Δεν υπάρχει περίπτωση! του είπε η Λουίζα διαβάζοντας δυνατά το περιεχόμενο των ματιών του και σταμάτα να με κοιτάς έτσι!
Θα πρέπει να συνηθίσεις, της αντιγύρισε ο τσαντισμένος κροκόδειλος.
Όλοι οι άντρες με αυτόν τον τρόπο θα σε κοιτούν..

Η πόρτα του δωματίου της χτύπησε δυνατά ξανά και ξανά.Η Λουίσα συνήλθε από την δίνη της μαστούρας και των αναμνήσεων και σηκώθηκε αργά να ανοίξει την πόρτα. Το ταξίδι δώδεκα χρόνια πριν τελείωσε.
Τώρα με μάνατζερ τον κροκόδειλο ήτανε πρώτη φίρμα, πάμπλουτη και με όλους τους άντρες του Καΐρου στα πόδια της.
Τελικά ο κροκόδειλος είχε δίκιο...
  Αλίνα  2014

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Deceive thy truth

Παρακάτω το κεφάλι εκρήγνυται: ο άνθρωπος δεν είναι θεωρία (δεν έχει την ειρήνη παρά μόνο φεύγοντας) είναι ικεσία, πόλεμος, αγωνία, τρέλα.”
George Batalle_ L’ experience interieure

Αναπαράσταση_

«Η εικόνα σου πρέπει να είναι ενιαία και να έχει γραμμές καθαρές. Αυτός είναι ο λόγος του Θεού» είπε ο Δάσκαλος.
Θυμάται την αυστηρή του φωνή καθώς, μαθητής σε μια από τις πιο καλές σχολές ζωγραφικής της παλιάς πόλης του βασιλείου της Βόρειας Χώρας, άκουγε με προσήλωση και θαυμασμό κάθε φράση που πρόφερε ο Δάσκαλος με τον στόμφο που του έδινε το δικαίωμα στη γνώση. Η κάθε του λέξη ηχούσε δυνατή, βροντερή σαν το σώμα του που ψηλό και αγέρωχο έμοιαζε με ηχείο της αλήθειας.
 Έπιασε το μαύρο κάρβουνο και άφησε την άκρη του, όσο πιο απαλά γινόταν, πάνω στο χοντρό χαρτί που απλωνόταν μπροστά στο καβαλέτο του. Ήθελε και έλπιζε να σχηματίσει το τέλειο αποτύπωμα της μορφής που γυμνή βρισκόταν εμπρός του, στη μέση της αίθουσας.
Η μυτερή άκρη του κάρβουνου, ενώ θα έπρεπε με ηρεμία να αποτυπώσει την τελειότητα της μορφής αυτής στη μέση της αίθουσας, αυτό, βοηθούμενο από το χέρι του που ξαφνικά απόκτησε κάτι σα μια δική του θέληση, άρχισε να σχηματίζει με βία και την ανάλογη ένταση δεκάδες ‘σπασμένες’ γραμμές που με τυχαίο τρόπο άφηναν το δικό τους ίχνος  πάνω στο λευκό χαρτί. Δεν ήξερε αν πρέπει να σταματήσει ή ν’ αφεθεί σ’ αυτό το παιγνίδι που έπαιζε μαζί του η κάθε τυχαία μαύρη ή λιγότερο μαύρη γραμμή που έγραφε το κάρβουνο (ή το χέρι του);
Τη μία στιγμή άκουγε να ηχούν τ’ αυστηρά λόγια του Δασκάλου, ενώ την άλλη το κάρβουνο μαύριζε το λευκό χαρτί με όλο και πιο διασπασμένα ίχνη που έμοιαζαν να έρχονται από ένα κόσμο όπου οι μορφές ήσαν άπειρα και διάσπαρτα κομμάτια.
Πέρασε λίγος (ή ήταν περισσότερος;) χρόνος και το χέρι του άρχισε να μειώνει το ρυθμό που στροβίλιζε τα ίχνη του κάρβουνου πάνω στο χαρτί, για να μείνει, τελικά, ακίνητο. Και η ακινησία έφερε τη χαλάρωση στα δάκτυλά του, που με τη σειρά τους άφησαν ότι έμεινε από το κομμάτι κάρβουνο να πέσει στο πάτωμα. Νόμισε πως άκουσε έναν ήχο καθώς το ελάχιστο πλέον καμένο κομμάτι ακούμπησε το φθαρμένο ξύλο κυλώντας, για να σταματήσει δίπλα στο παλιό καβαλέτο του.
Μόνο τότε τα μάτια του μπόρεσαν να κοιτάζουν το δημιούργημά του. Και ήταν μια κάποια μορφή. Σίγουρα ήταν μια μορφή. Απλώς ήταν μια μορφή άλλη από το γυμνό σώμα που είχε την εντολή από το Δάσκαλο να ζωγραφίσει. Ήταν μια μορφή σπασμένη σε κομμάτια δίχως εμφανή συμμετρία. Γραμμές, κύκλοι, σκιάσεις, όλα ακολουθούσαν το δικό τους χορευτικό ρυθμό. Είχαν τη δική τους λογική, σχηματίζοντας μια μορφή πολύ μακριά, ήταν σίγουρο αυτό, από τις επιταγές του Δασκάλου. Κοίταξε μια τη μορφή στο χαρτί και μια τη μορφή του γυμνού μοντέλου. Και το γυμνό μοντέλο του φάνηκε ακίνητο μέσα στην αρμονική τελειότητά της συνέχειάς του.  Και η μορφή πάνω στο χαρτί έμοιαζε απόκοσμη, κατακερματισμένη σε χιλιάδες μικρές και τυχαίες γραμμές. Μα η δική του μορφή έμοιαζε όχι ακίνητη. Μέσα σε αυτή μπόρεσε να δει πολλές άλλες να ζουν και να συνομιλούν η μια με την άλλη σε διάλογο που για πρώτη φορά έκανε το λόγο του Δασκάλου να σιγήσει. Προς στιγμή πίστεψε πως το χαρτί είχε ζωή, άκουσε δε και κάτι που έμοιασε με χτύπο καρδιάς.
Προφανώς έκανε λάθος. Πώς είναι δυνατόν αυτό το δημιούργημα να έχει μέσα του ζωή; Πώς είναι δυνατό αυτή η τυχαία επαφή του με το χάος να έχει δημιουργήσει τέτοιες μορφές; Δεν μπορεί ο Δάσκαλος να έχει πει το λάθος! Δεν μπορεί ο Θεός να λέει τέτοια ψέματα!
Πριν να φτάσει ο Δάσκαλος δίπλα του, πρόλαβε και έσκισε την ακανόνιστη μορφή. Έτσι, ο  Δάσκαλος βρέθηκε να κοιτάζει ένα άδειο, λευκό χαρτί που στεκόταν αμίλητο στο καβαλέτο. Και στην παρατήρηση του Δασκάλου πως το χαρτί είναι άδειο, αυτός απάντησε: «Ναι, δεν μπόρεσα σήμερα Δάσκαλε να ζωγραφίσω τη μορφή. Το χέρι μου έτρεμε, και δεν ξέρω από τι».

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------

για το πόσο να ειπωθούν

έρχεται
από
καθηλωση
λόγων περί εαυτού
διάσπαση σε θαυμάσιες διαθλάσεις
αναλογίζονται κατά μόνας
τι μπορείς να δεις;
τι μπορείς να πεις;
πώς θα επιλέξεις από τα μύρια εντός αυτά των εαυτών σου;
δικαίωμα να ομιλήσει ποιος θα δώσεις;
άχρωμη, άγευστη, άηχη, άσαρκη
επι
λογη
σε χαμε
 νους
χω
             ρους
χρον
             ους
εν          αλλακτικων
 στρωματωσεων
 αστρων
             ταφιεσμενων
             σωματωσεων
προσώπων μνήμες στροβιλίζονται  σε μαύρους καθρέπτες κοίλους
φτιαγμένους από χαμένη σαγήνη λόγων μιας έλλογης παραμυθίας
ειδικά για όλους
ειδικά για τον καθένα
από Θεό που σκέφτηκε πριν αιώνες τη σοφία
πριν όμως καν  ένας  εαυτός μας  ειπεί την πρώτη λέξη
πριν μπορέσει να βαδίσει τα διάσπαρτα κομμάτια του
σπαράγματα πυρήνα που δεν υπήρξε
πάντα προσπαθώντας να ενώσει τα άτομά του
μερικά ονόματα εντός του χάους
σε μια προσπάθεια αέναης νηφαλιότητας
και σοφίας που τυφλώνει
για να αρθρωθεί όμως η μέρα
τελική
ως αρχή και αυτή δίχως αρχή
αυτό το μίγμα- μάγμα αδιαφοροποίητων
εκρήξεις που πια η τύφλωση εμποδίζει να ειδωθούν!
πόσο δε να ειπωθούν!

Οράματα

Η ομιλία του αρχηγού μόλις είχε τελειώσει. Το χωριό ήταν καλά οργανωμένο, το συσσίτιο ήταν πλούσιο και η φιλοξενία άριστη. Φάγαμε, μετά από πολύ καιρό, ζεστό φαγητό και ήπιαμε κοκκινέλι που το είχαν φυλάξει οι χωριανοί για μας. Είχε δημιουργηθεί μια ευχάριστη ατμόσφαιρα και ήμασταν χαλαροί. Ή έτσι δείχναμε... Από τότε που ξεκινήσαμε, ελάχιστες στιγμές χαλάρωσης υπήρξαν και αυτές μόνο φαινομενικά. Ο καθένας σίγουρα κάτι σκεφτόταν... κάτι νοσταλγούσε... κάποιο αγκάθι βασάνιζε τη ψυχή του...
Μια ιδέα μου τριβέλιζε το μυαλό... κοιτούσα τους λόφους και τα φώτα της πόλης... φαινόταν τόσο κοντά! Λίγα βήματα και θα ήμουν εκεί...
Ήπια κάμποσο κρασί για να βρω το θάρρος να μιλήσω στον αρχηγό. Μετά το γλέντι, αργά το βράδυ, τον πέτυχα μόνο του σε μια γωνιά. Καθόταν σκεφτικός και κάπνιζε... Οι άλλοι, αποκαμωμένοι είχαν πλαγιάσει ένα γύρω από τη φωτιά.
“Αρχηγέ!” φώναξα. “Θέλω μια χάρη. Θέλω να με αφήσεις να κατέβω για λίγο στη πόλη”. Τινάχτηκε ξαφνιασμένος. Έσμιξε τα φρύδια του και με κοίταζε στα μάτια να δει αν μιλάω σοβαρά. Έσκυψα το κεφάλι ντροπιασμένος.... φοβήθηκα πως θα με κατσαδιάσει... Τότε εκείνος χαμογέλασε, με χτύπησε στον ώμο φιλικά και είπε: “Είναι πολύ επικίνδυνο! Θα πάθεις καμμιά ζημιά...”. “Δεν θα πάθω τίποτα!” αποκρίθηκα ενθαρρυμένος. “Να πας αλλά να προσέχεις κακομοίρη μου! Στην ηλικία σου την τρώει κανείς κατακούτελα!” Γέλασα αναθαρρυμένος. “Στην ηλίκια μου;” “Δεν το ξέρεις; Στην ηλικία σου ο έρωτας είναι ο χειρότερος απ' όλους! Φυλάξου!”
Αποχώρησα χαρούμενος. Βρήκα μια άδεια θέση ανάμεσα στους άλλους και ξάπλωσα. Παρά τη κούραση, τα βλέφαρα μου δεν έκλειναν. Η αγωνία για την αυριανή μέρα και ο φόβος μην το μετανιώσει ο αρχηγός κράτησαν το βλέμα μου όλη νύχτα στο παράθυρο.
Όταν οι πρώτες ακτίδες του ήλιου έπεφταν στο τζάμι, ήμουν ήδη στο σπίτι του κουρέα. Με κούρεψε, με ξύρισε, μου δάνεισε κάποια παλιά ρούχα και μια τραγιάσκα και ήμουν έτοιμος να κατέβω στην πόλη. Βγαίνοντας από το χωριό, συνάντησα τον φύλακα που εγώ είχα ορίσει το βράδυ. Τον καλημέρισα, του είπα ένα μικρό ψέμα πως έχω εντολή από τον αρχηγό να πάω να φέρω κάποιον, και με άφησε. “Επιστρέφω σε λίγο!” του φώναξα ενώ απομακρυνόμουν και γελούσα από μέσα μου. Δεν έπρεπε να μου επιτρέψει να φύγω. Η μεταμφίεση μου πέτυχε! Δεν με αναγνώρισε! Με πέρασε για έναν απλό χωριάτη! Όλα καλά μέχρι εδώ. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κατηφόρισα με γρήγορα βήματα.
Έβλεπα την πόλη να απλώνεται μπροστά μου... Ποτέ άλλωτε δεν είχα προσέξει την ομορφιά της... Απίστευτο μου φαινόταν πως, επιτέλους, μετά από τόσους μήνες, θα περπατούσα πάλι στους δρόμους της... Θα ανέπνεα το άρωμα της... Θα ήμουν ένας απλός πολίτης... “ Ένας απλός πολίτης;” άκουσα έναν ψίθυρρο. Γύρισα πίσω μου να δω ποιος με έχει πάρει στο κατόπι και διαβάζει τις σκέψεις μου. Δεν ήταν δυνατόν να ήμουν τόσο άπροσεχτος! Δεν είχα τέτοιο δικαίωμα. Έπρεπε σε κάθε μου βήμα να προσέχω. Ούτε η σκιά μου δεν έπρεπε να με ακολουθεί... Κανείς! Όλα φαινόντουσαν ήσυχα. Η πόλη σιγά σιγά ξυπνούσε και οι ήχοι της έφταναν ως τα αυτιά μου σαν κελάηδημα πουλιών. “Χαχαχαχαχα!” άκουστηκαν δυνατά γέλια. “Μα τι διάλο συμβαίνει εδώ;” φώναξα δυνατά. “Ποιος είσαι; αν φοράς παντελόνια βγες έξω να σε δω και μην κρύβεσαι”. “Χαχαχαχαχαχα” συνεχίστηκαν τα γέλια. Είχα αρχίσει να ιδρώνω. Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ... “Ποιος είσαι; γιατί κρύβεσαι;” ξαναφώναξα και κοίταζα γύρω μου ψάχνοντας. “ Προς λάθος κατεύθυνση κοιτάς!” με ειρωνεύτηκε. Προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου. 'Ισιαξα την τραγιάσκα μου και συνέχισα αδιάφορος τον δρόμο μου. “Τι ήταν αυτή η φωνή; Από που ακούστηκε;” αναρωτιόμουν. “Καλύτερα να αλλάξω πορεία για να τον μπερδέψω. Δε θέλω μπλεξίματα. “Από όπου κι αν πας εγώ θα σε ακολούθησω!” είπε με έναν τόνο σιγουριάς. “Εμείς οι δυο, έχουμε να κάνουμε μια συζήτηση” συνέχισε. Στάθηκα για λίγο σαστισμένος... δεν είδα καμία κίνηση. Θα μου φάνηκε σκέφτηκα και συνέχισα το δρόμο μου. Πήρα τη δημοσιά. Ήταν πιο ασφαλές από το να πηγαίνω μες τα χωράφια. Ένας απλό χωριάτης ήμουν, δε θα κινούσα υποψίες.
Περπατούσα με γοργά βήματα και ρουφούσα το άρωμα της νοτισμένης γης από την πρωινή υγρασία. Τα βήματα μου ήταν μάλλον ατσούμπαλα. Είχα ξεσυνηθίσει να περπατάω σε άσφαλτο. Προσπάθησα να τα κάνω πιο σταθερά... Ήμουν ενθουσιασμένος! Ο δρόμος δεν είχε κίνηση και δεν φαινόταν τίποτα ύποπτο. “Μην ξεθαρρεύεις τόσο. Ο εχθρός μπορεί να φανεί ανά πάσα στιγμή!” άκουσα πάλι την ίδια φωνή. Κάποιος με είχε πάρει στο κατόπι. Αλλά ποιος; Κανείς δεν ήξερε πως θα φύγω. Κοίταξα με την άκρη του ματιού μου και είδα πως κάποιος βαδίζει πλάι μου. Σήκωσα τα μάτια μου και είδα έναν τύπο με μεγάλα γένια που φορούσε τα ρούχα μου. Αυτά που είχα αφήσει στο σπίτι του κουρέα για να φορέσω τα χωριάτικα. Κοιτώντας πιο προσεκτικά, είδα πως μου μοιάζει! “Ποιος είσαι εσύ; πως βρέθηκες εδώ;” ρώτησα δήθεν άνετα ενώ κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια να μην δείξω την ταραχή μου. “Χαχαχαχα” άκουστηκε πάλι το ειρωνικό του γέλιο. “Εγώ, είμαι εσύ. Δε με αναγνωρίζεις;” “Εσύ είσαι εγώ;” επανέλαβα μηχανικά. “Ναι. Εγώ είμαι εσύ. Είμαι αυτός που πίστεψες πως άφησες σε κείνο το σπίτι. Είμαι αυτός που νόμιζες πως τον πέταξες στο πάτωμα μαζί με τα ρούχα που με τόση χαρά έβγαλες. Είμαι εσύ. Είμαι αυτός που τόσους μήνες σε ακολουθεί τώρα από στρατί σε στρατί. Είμαι αυτός που σου δίνει δύναμη να συνεχίσεις τον δύσκολο δρόμο που διάλεξες. Είμαι εσύ. Που σου διώχνω τον φόβο τα βράδια όταν μένεις μόνος. Που σου δίνω δύναμη κάθε πρωί να συνεχίσεις τον αγώνα.” Έμεινα αποσβωλωμένος να τον κοιτώ ενώ συνέχιζε... “Τον αγώνα. Θυμάσαι; Θυμάσαι ή τα ξέχασες όλα σε μια στιγμή;” “Θυμάμαι...” τρέβλισα. “Τι γυρεύεις εδώ; Η θέση σου είναι εκεί πάνω. Με τους άλλους. Παραβαίνεις τον όρκο σου!” μου είπε αυστηρά. “Μα δεν τον παραβαίνω. Ο ίδιος ο αρχηγός μου έδωσε την άδεια. Και ξέρεις πόσο αυστηρός είναι σε αυτά τα ζητήματα.” απολογήθηκα. “Λιποτακτείς απ'το καθήκον σου! Ορκίστηκες να πολεμήσεις μέχρι τέλος!” “Τηρώ τον όρκο μου.” “Άφησες τον αγώνα για μια γυναίκα! Προδότη!” Άρχισα να χάνω την ψυχραιμία μου... δεν είχα αφήσει τον αγώνα. Για μια μέρα μόνο θα έλειπα. “Από τη στιγμή που έγινες αντάρτης δεν μπορείς να εκθέτεις τον εαυτό σου σε δημόσιο κίνδυνο! Τώρα προέχει ο αγώνας. Ο έρωτας μπορεί να περιμένει.” Σε αυτό το σημείο είχε ένα δίκιο. Δεν ήμουν τυχαίος αντάρτης. Ήμουν επικεφαλής ομάδας. Έπρεπε να προσέχω. Τόσα άτομα εξαρτόνταν από μένα. Είχα υποχρέωση απέναντι τους να επιστρέψω ασφαλής. “Δε θα πάθω τίποτα.” του απάντησα με σιγουριά. “Μόνο για λίγο θα πάω να την δω και θα γυρίσω πίσω στην ομάδα μου.” “Αυτά που κάνεις είναι επιπολαιότητες. Ο αντάρτης δεν έχει χρόνο για έρωτες. Ο νους του οφείλει να είναι μόνο στον αγώνα.”
Ο ήχος ενός αυτοκινήτου που ανέβαινε μουγγρίζοντας την ανηφόρα διέκοψε απότομα τη συζήτηση. Διέκρινα δυο Γερμανούς μέσα μαζί με μια γυναίκα να χαριετίζονται και να χασκογελάνε. Μου κόπηκαν τα γόνατα... Αν γινόταν έλεγχος; Δεν είχα χαρτιά μαζί μου. Μετάνιωσα που είχα αφήσει το βουνό! Προσπάθησα να φερθώ φυσιολογικά. Έσκυψα δήθεν να δέσω τα κορδόνια των παπουτσιών για να κρύψω το πρόσωπο και την ταραχή. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε το κορμί μου... Άκουσα το αυτοκίνητο να απομακρύνεται. Ευτυχώς δε σταμάτησαν. Συνέχισα το δρόμο μου χωρίς άλλες απρόοπτες συναντήσεις. Τάχυνα το βήμα μου. Λίγο ακόμα και θα έφτανα. Επιτέλους θα την συναντούσα ξανά!
Με το σούρουπο έφτασα στα πρώτα σπίτια της πόλης. Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Σαν να μην είχαμε πόλεμο. Τα παιδιά έπαιζαν στο δρόμο και οι παιδικές τους φωνές με ταξίδεψαν χρόνια πίσω... τότε που έπαιζα κι εγώ ανέμελος σε μια γειτονιά. Όμορφα που είναι στη πόλη! Πλησιάζοντας προς το κέντρο, κι ενώ έπεφτε η νύχτα, η κίνηση στους δρόμους μειωνόταν. Όταν έφτασα στη κεντρική πλατεία είδα την πρώτη εχθρική περίπολο. Η μαγεία χάθηκε!
Έλαβα όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις και με αργά βήματα βρέθηκα στη πόρτα του φίλου μου. Δεν είχε ενημερωθεί για την επίσκεψη μου, δεν με περίμενε. Ήξερα πως είναι κι αυτός στην οργάνωση και τον εμπιστευόμουν. Δεν είχα κι άλλη επιλογή. Έπρεπε να τον εμπιστευτώ. Χτύπησα τη πόρτα διστακτικά. Η πόρτα άνοιξε και πριν προλάβω να μετανιώσω, αντίκρυσα μια μορφή ξαφνιασμένη. Δεν με αναγνώρισε. Έβγαλα την τραγιάσκα και χαμογέλασα. Ήταν ακόμα διστακτικός. Του είπα ποιος είμαι. Τρόμαξε να με αναγνωρίσει. Η μεταμφίεση μου ήταν τέλεια! Του εξήγησα πως ήρθα για λίγο, δεν είχα πολύ χρόνο και τον σκοπό της επισκέψης μου.
Έτρεξε γρήγορα να την ειδοποιήσει. Έμεινα μόνος στο σκοτεινό δωμάτιο. Αδημονούσα ευτυχισμένος! Πόσο μου είχε λείψει! Πλύθηκα, φόρεσα καθαρά ρούχα και περίμενα. Οι στιγμές της προσμονής ατέλειωτες... Μου φάνηκε πως πέρασαν μέρες μέχρι που άκουσα τον ήχο της κλειδαριάς και τη φωνή της. Μόλις με αντίκρυσε, έβγαλε μια χαρούμενη κραυγή κι έτρεξε στην αγκαλιά μου. Δεν χόρταινα να την φιλώ και να την κοιτώ! Ανταλλάξαμε τα νέα μας, τους φόβους μας, τις ανησυχίες μας ώσπου κούρνιασε μεθυσμένη από ευτυχία στον ώμο μου και την πήρε γλυκά ο ύπνος. Ήταν τόσο όμορφη!
Αχάραγα την άφησα από την αγκαλιά μου και σηκώθηκα να φύγω. Ντύθηκα χωρίς να κάνω θόρυβο, άνοιξα σιγά τη πόρτα και κατέβηκα τις σκάλες. Κλείνοντας την αυλόπορτα γύρισα πίσω να κοιτάξω για τελευταία φορά το μέρος. Ποιος ξέρει αν και πότε θα ξαναρχόμουν... Τότε την είδα! Ήταν εκεί! Έστεκε στο παράθυρο και με αποχαιρετούσε... Στεκόταν όρθια, σαν μαρμαρωμένη με ένα βλέμμα... Σπάραξε η καρδιά μου. Πως μπορώ και της το κάνω αυτό; Πως μπορώ και την αφήνω πάλι; Έκανα να γυρίσω πίσω. Ήθελα τόσο να την σφίξω στην αγκαλιά μου και να μην την αφήσω ποτέ ξανά! Ένα χέρι με ακούμπησε στον ώμο. “Πάμε...” είπε με σιγανή φωνή. “Πρέπει να φύγουμε πριν ξυπνήσει η πόλη. Όσοι λιγότεροι σε δουν, τόσο πιο ασφαλής θα είσαι κι εσύ κι εκείνη.” Γύρισα και είδα τη φιγούρα που με συνόδεψε στο κατέβασμα. “Πάμε...” είπα συγκαταβατικά.
Για ώρες βάδιζα σα χαμένος. Δε μπορούσα να συνέλθω. Πονούσε η καρδιά μου. Έκλαιγα σαν μωρό παιδί... Τα βήματα με οδήγησαν έξω από τη πόλη. Είχα πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Αυτό ήταν... Τελείωσε. Άρχισα να δέχομαι σιγά – σιγά το συντελεσμένο. Ο νους μου πήγε πάλι στο βουνό, στην ομάδα, στον αγώνα. Το χρέος μου είναι να είμαι εκεί.


Αντιγόνη, Κυριακή 16.11.2014