Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Deceive thy truth

Παρακάτω το κεφάλι εκρήγνυται: ο άνθρωπος δεν είναι θεωρία (δεν έχει την ειρήνη παρά μόνο φεύγοντας) είναι ικεσία, πόλεμος, αγωνία, τρέλα.”
George Batalle_ L’ experience interieure

Αναπαράσταση_

«Η εικόνα σου πρέπει να είναι ενιαία και να έχει γραμμές καθαρές. Αυτός είναι ο λόγος του Θεού» είπε ο Δάσκαλος.
Θυμάται την αυστηρή του φωνή καθώς, μαθητής σε μια από τις πιο καλές σχολές ζωγραφικής της παλιάς πόλης του βασιλείου της Βόρειας Χώρας, άκουγε με προσήλωση και θαυμασμό κάθε φράση που πρόφερε ο Δάσκαλος με τον στόμφο που του έδινε το δικαίωμα στη γνώση. Η κάθε του λέξη ηχούσε δυνατή, βροντερή σαν το σώμα του που ψηλό και αγέρωχο έμοιαζε με ηχείο της αλήθειας.
 Έπιασε το μαύρο κάρβουνο και άφησε την άκρη του, όσο πιο απαλά γινόταν, πάνω στο χοντρό χαρτί που απλωνόταν μπροστά στο καβαλέτο του. Ήθελε και έλπιζε να σχηματίσει το τέλειο αποτύπωμα της μορφής που γυμνή βρισκόταν εμπρός του, στη μέση της αίθουσας.
Η μυτερή άκρη του κάρβουνου, ενώ θα έπρεπε με ηρεμία να αποτυπώσει την τελειότητα της μορφής αυτής στη μέση της αίθουσας, αυτό, βοηθούμενο από το χέρι του που ξαφνικά απόκτησε κάτι σα μια δική του θέληση, άρχισε να σχηματίζει με βία και την ανάλογη ένταση δεκάδες ‘σπασμένες’ γραμμές που με τυχαίο τρόπο άφηναν το δικό τους ίχνος  πάνω στο λευκό χαρτί. Δεν ήξερε αν πρέπει να σταματήσει ή ν’ αφεθεί σ’ αυτό το παιγνίδι που έπαιζε μαζί του η κάθε τυχαία μαύρη ή λιγότερο μαύρη γραμμή που έγραφε το κάρβουνο (ή το χέρι του);
Τη μία στιγμή άκουγε να ηχούν τ’ αυστηρά λόγια του Δασκάλου, ενώ την άλλη το κάρβουνο μαύριζε το λευκό χαρτί με όλο και πιο διασπασμένα ίχνη που έμοιαζαν να έρχονται από ένα κόσμο όπου οι μορφές ήσαν άπειρα και διάσπαρτα κομμάτια.
Πέρασε λίγος (ή ήταν περισσότερος;) χρόνος και το χέρι του άρχισε να μειώνει το ρυθμό που στροβίλιζε τα ίχνη του κάρβουνου πάνω στο χαρτί, για να μείνει, τελικά, ακίνητο. Και η ακινησία έφερε τη χαλάρωση στα δάκτυλά του, που με τη σειρά τους άφησαν ότι έμεινε από το κομμάτι κάρβουνο να πέσει στο πάτωμα. Νόμισε πως άκουσε έναν ήχο καθώς το ελάχιστο πλέον καμένο κομμάτι ακούμπησε το φθαρμένο ξύλο κυλώντας, για να σταματήσει δίπλα στο παλιό καβαλέτο του.
Μόνο τότε τα μάτια του μπόρεσαν να κοιτάζουν το δημιούργημά του. Και ήταν μια κάποια μορφή. Σίγουρα ήταν μια μορφή. Απλώς ήταν μια μορφή άλλη από το γυμνό σώμα που είχε την εντολή από το Δάσκαλο να ζωγραφίσει. Ήταν μια μορφή σπασμένη σε κομμάτια δίχως εμφανή συμμετρία. Γραμμές, κύκλοι, σκιάσεις, όλα ακολουθούσαν το δικό τους χορευτικό ρυθμό. Είχαν τη δική τους λογική, σχηματίζοντας μια μορφή πολύ μακριά, ήταν σίγουρο αυτό, από τις επιταγές του Δασκάλου. Κοίταξε μια τη μορφή στο χαρτί και μια τη μορφή του γυμνού μοντέλου. Και το γυμνό μοντέλο του φάνηκε ακίνητο μέσα στην αρμονική τελειότητά της συνέχειάς του.  Και η μορφή πάνω στο χαρτί έμοιαζε απόκοσμη, κατακερματισμένη σε χιλιάδες μικρές και τυχαίες γραμμές. Μα η δική του μορφή έμοιαζε όχι ακίνητη. Μέσα σε αυτή μπόρεσε να δει πολλές άλλες να ζουν και να συνομιλούν η μια με την άλλη σε διάλογο που για πρώτη φορά έκανε το λόγο του Δασκάλου να σιγήσει. Προς στιγμή πίστεψε πως το χαρτί είχε ζωή, άκουσε δε και κάτι που έμοιασε με χτύπο καρδιάς.
Προφανώς έκανε λάθος. Πώς είναι δυνατόν αυτό το δημιούργημα να έχει μέσα του ζωή; Πώς είναι δυνατό αυτή η τυχαία επαφή του με το χάος να έχει δημιουργήσει τέτοιες μορφές; Δεν μπορεί ο Δάσκαλος να έχει πει το λάθος! Δεν μπορεί ο Θεός να λέει τέτοια ψέματα!
Πριν να φτάσει ο Δάσκαλος δίπλα του, πρόλαβε και έσκισε την ακανόνιστη μορφή. Έτσι, ο  Δάσκαλος βρέθηκε να κοιτάζει ένα άδειο, λευκό χαρτί που στεκόταν αμίλητο στο καβαλέτο. Και στην παρατήρηση του Δασκάλου πως το χαρτί είναι άδειο, αυτός απάντησε: «Ναι, δεν μπόρεσα σήμερα Δάσκαλε να ζωγραφίσω τη μορφή. Το χέρι μου έτρεμε, και δεν ξέρω από τι».

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------

για το πόσο να ειπωθούν

έρχεται
από
καθηλωση
λόγων περί εαυτού
διάσπαση σε θαυμάσιες διαθλάσεις
αναλογίζονται κατά μόνας
τι μπορείς να δεις;
τι μπορείς να πεις;
πώς θα επιλέξεις από τα μύρια εντός αυτά των εαυτών σου;
δικαίωμα να ομιλήσει ποιος θα δώσεις;
άχρωμη, άγευστη, άηχη, άσαρκη
επι
λογη
σε χαμε
 νους
χω
             ρους
χρον
             ους
εν          αλλακτικων
 στρωματωσεων
 αστρων
             ταφιεσμενων
             σωματωσεων
προσώπων μνήμες στροβιλίζονται  σε μαύρους καθρέπτες κοίλους
φτιαγμένους από χαμένη σαγήνη λόγων μιας έλλογης παραμυθίας
ειδικά για όλους
ειδικά για τον καθένα
από Θεό που σκέφτηκε πριν αιώνες τη σοφία
πριν όμως καν  ένας  εαυτός μας  ειπεί την πρώτη λέξη
πριν μπορέσει να βαδίσει τα διάσπαρτα κομμάτια του
σπαράγματα πυρήνα που δεν υπήρξε
πάντα προσπαθώντας να ενώσει τα άτομά του
μερικά ονόματα εντός του χάους
σε μια προσπάθεια αέναης νηφαλιότητας
και σοφίας που τυφλώνει
για να αρθρωθεί όμως η μέρα
τελική
ως αρχή και αυτή δίχως αρχή
αυτό το μίγμα- μάγμα αδιαφοροποίητων
εκρήξεις που πια η τύφλωση εμποδίζει να ειδωθούν!
πόσο δε να ειπωθούν!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου