Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Αλλιώτικο

Θα ήθελα
να ήσουν αλλιώς, αλλού, άλλοτε.
Όπως με την ίδια περηφάνια
να κυλούν το γέλιο και το δάκρυ.
Όπου με την ίδια θαλπωρή
να  μ’ αγκαλιάζουν το δικό και το ξένο.
Όταν με την ίδια στοργή
να μ’ αλλάζουν το παρόν και το μέλλον.

Μα αφού είσαι
έτσι, εδώ, τώρα
άσε τουλάχιστον τη σκέψη μου
ατείχιστη να ταξιδεύει
κάπως  άμορφη
κάπου  άτοπη
κάποτε  άκαιρη.

Δήμητρα  30/11/2014

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Ακροβάτης

Ισορροπείς
σε σχοινί τεντωμένο, δεμένο γερά στην αρχή και στο τέλος.
Μπροστά σου το άδηλο, το μηδέν και το άπειρο.
Πίσω σου η μνήμη, το κενό και το πλήρες.
Κι από κάτω το πλήθος, αναρίθμητα μάτια
με κομμένη την ανάσα σε παρακολουθούν.
Έτσι όπως μοιάζεις μετέωρος, ανάμεσα σους χρόνους
που προδιαγράφουν το πριν και το μετά.

Σχοινοβατείς
Έκλεισες τα μάτια, ανάσανες βαθιά, καθάρισες τη σκέψη.
Άνοιξες τα φτερά σου, η έκτασή σου άπλωσε, τόλμησες το πρώτο βήμα.
Φόβος και αποφασιστικότητα· θάρρος κι αμφιβολία.
Βαδίζεις σιωπηλός, στο σκοπό προσηλωμένος, προς το τέρμα.
Ότ-αν επιτέλους φτάσεις, θα γευτείς την ευτυχία
χιλιάδων ματιών να σε κοιτούν με θαυμασμό,
χιλιάδων χεριών να σε χειροκροτούν εκστασιασμένα.

Ακροβατείς
Κι από πάνω σου εγώ, δημιουργός κι αφηγητής σου,
που χρόνια τώρα σε προετοίμαζα γι’ αυτό,
με δυνατό ανέμου φύσημα αν σκοπεύω να σε ρίξω
ή αν στο τέρμα νικητής να φτάσεις έχω βάλει για σκοπό,
δε σου ‘χω ορίσει να γνωρίζεις.
Κι ευχή μονάχα μια σου μένει, άβουλο εσύ της μοίρας πλάσμα:
όταν τα βήματα στερέψουν, να ‘ναι οι φτερούγες σου γερές.

Δήμητρα  23/11/2014

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Λουϊσα

Τράβηξε βαθιά και αργόσυρτα μέσα της την πρώτη τζούρα κοιτάζοντας ταυτόχρονα το είδωλο της στον καθρέφτη.
Της άρεσε αυτό που έβλεπε. Ξανθά, πυκνά μελένια μαλλιά από την Ιταλίδα γιαγιά της,  μάτια φαγιούμ από τον Αργεντινό πατέρα της.
Μια γλυκιά μεθυστική ζάλη άρχισε να την κυριεύει.  
Μισόκλεισε τα μάτια της χαμογελώντας όταν μία μακρινή ανάμνηση ζωντάνεψε ξαφνικά και κατέλαβε στιγμιαία όλη της την ύπαρξη.
“Είσαι ωραία γυναίκα, είσαι πολύ ωραία γυναίκα, εδώ χάνεσαι, ξανάκουσε τα ψιθυριστά λόγια του Κροκόδειλου δίπλα στο αυτί της, στη μπάρα του Λασ Γουάπας στο Ρίο Δε Λα Πλάτας, που τραγούδαγε τάνγκος μέχρι το ξημέρωμα.
Ερχότανε κάθε βράδυ τρεις μήνες συνέχεια, πίνοντας όλο το βράδυ και μιλώντας μόνο σε κείνη.
Το πρώτο βράδυ δεν του έδωσε καμία σημασία, ένας λιγούρης κακοφορμισμένος πενηντάρης σκέφτηκε, κοντός, καραφλός με κόκκινα, διαπεραστικά μάτια. Τον απέφυγε εντελώς, μη δίνοντας  σημασία στις γαλιφιές του που προσπαθούσαν να της αποσπάσουν τη προσοχή. Όταν έφυγε τα ξημερώματα , της έριξε φιλοδώρημα στο κουτί μπροστά στα πόδια της  όσα έπαιρνε όλο το μήνα τραγουδώντας κάθε μέρα οκτάωρο.

Από την δεύτερη μέρα τον άκουγε πιο προσεκτικά και παρότι ήξερε κατά βάθος ότι δεν θα του καθότανε με τίποτα, δεν τον αποθάρρυνε ποτέ εντελώς. Από την δεύτερη βδομάδα άρχισε να χαλαρώνει και να γελά με τα αστεία του. Την τρίτη βδομάδα τον περίμενε με ανυπομονησία και όχι μόνο για το γενναιόδωρο φιλοδώρημα. Της άρεσαν οι ιστορίες του, ήτανε εξαιρετικός αφηγητής ο Κροκόδειλος,της γιγάντωνε την αυτοπεποίθηση και τη ματαιοδοξία η ενασχόλησή του αποκλειστικά μαζί της, τα δώρα του, οι βόλτες με τα μόνιππα που την πήγαινε μετά, τα καλύτερα εστιατόρια που τη κέρναγε, η εμμονή του να μάθει όλα όσα την αφορούν, τα υπέροχα αρώματα, εσώρουχα και φουστάνια που της αγόραζε.
Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ξόδευε τόσα, χωρίς να της ζητά τίποτα σε αντάλλαγμα παρά την συνοδεία της και την αμέριστη προσοχή της .
Στό τέλος του πρώτου μήνα που είχε αποκτήσει αρκετή οικειότητα μαζί του τον ρώτησε στα ίσα αν είναι ανίκανος.
Ο κροκόδειλος κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια.
Εγώ κούκλα μου σε ραφινάρω για να σε κάνω τη μεγαλύτερη φίρμα σε όλη την Μέση Ανατολή της είπε, γι αυτό ξοδεύω τα χρήματα μου, κατάλαβε το επιτέλους  και έλα μαζί μου, το ξέρω ότι δε με γουστάρεις και δεν μου κάνει κέφι να πηδάω κάποια με το ζόρι.
Εκείνη κατάπιε την γλώσσα της και κατάφερε να τραυλίσει.
Υπάρχουν τόσες ,πολλές ωραίες γυναίκες..γιατί διάλεξες εμένα;
γιατί ελάχιστες από τις  πράγματι πολλές ωραίες,  έχουν φωνή αηδονιού και είναι φτιαγμένες να τρελαίνουν  και εσύ είσαι μία από αυτές,της απάντησε  εκείνος καταλήγοντας  ότι έχει μία βδομάδα διορία αν θέλει να φύγει μαζί του.
Αυτός δεν μπορεί να καθυστερήσει άλλο.

Μετά από 2 ημέρες του είπε ότι αποφάσισε να τον συνοδέψει στο Κάιρο
Το βράδυ πριν φύγουνε, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που μένανε, αυτός άναψε και κάπνισε έναν ναργιλέ ντουμανιάζοντας το δωμάτιο. Η Λουίσα ξετρελάθηκε με την μυρωδιά. Της άρεσε πολύ και την ζάλισε ευχάριστα.  Ξεκαρδιζότανε με τα αστεία του και είχε για πρώτη φορά στη ζωή της την αίσθηση ότι όλα είναι όπως θα έπρεπε να είναι.

Εκείνος σοβάρεψε ξαφνικά  και τη ρώτησε αν θα του κάνει μία χάρη που θα τον ευχαριστήσει πολύ. Εκείνη του χαμογέλασε σκανταλιάρικα και του είπε  “οτιδήποτε εκτός από το να το κάνουμε”
Κανένα πρόβλημα αντιγύρισε ο κροκόδειλος .
Δεν θέλω να το κάνουμε. Θέλω να βγάλεις πολύ αργά τα ρούχα σου και να κυκλοφορείς στο δωμάτιο γυμνή. Δεν θα σε πλησιάσω καθόλου. Απλά θα σε κοιτάζω.
Χωρίς να του πει κουβέντα κατευθύνθηκε προς τη μπαλκονόπορτα που έβλεπε από ψηλά το παράξενο λιμάνι που ήξερε ότι θα αργούσε πολύ να ξαναδεί και άρχισε αργά να γδύνεται έχοντας του γυρισμένη την πλάτη. Είχε  κορμί που ξεχείλιζε από δύναμη και θηλυκότητα ,με στήθη Αφροδίτης, λυγερή μέση και πεταχτό αφρικάνικο κώλο και ήτανε γεμάτη αυτοπεποίθηση την ώρα που γδυνότανε... Ήξερε καλά την δύναμη του κορμιού της και συνειδητοποίησε ότι της άρεσε πολύ αυτό που έκανε.
Το θέαμα υπερέβαινε και τις καλύτερες προσδοκίες του κροκόδειλου που με κοκκινισμένα μάτια την κοίταζε ερεθισμένος, υπολογίζοντας τι πιθανότητες είχε να την γευτεί.
Εκείνη στράφηκε απότομα και το βλέμμα της παγίδευσε το δέος και τον υπολογισμό του μαστουρωμένου κροκόδειλου ολοφάνερα στη  ματιά του κολλημένη αρκετά χαμηλώτερα από την δική της μάτια.
Δεν υπάρχει περίπτωση! του είπε η Λουίζα διαβάζοντας δυνατά το περιεχόμενο των ματιών του και σταμάτα να με κοιτάς έτσι!
Θα πρέπει να συνηθίσεις, της αντιγύρισε ο τσαντισμένος κροκόδειλος.
Όλοι οι άντρες με αυτόν τον τρόπο θα σε κοιτούν..

Η πόρτα του δωματίου της χτύπησε δυνατά ξανά και ξανά.Η Λουίσα συνήλθε από την δίνη της μαστούρας και των αναμνήσεων και σηκώθηκε αργά να ανοίξει την πόρτα. Το ταξίδι δώδεκα χρόνια πριν τελείωσε.
Τώρα με μάνατζερ τον κροκόδειλο ήτανε πρώτη φίρμα, πάμπλουτη και με όλους τους άντρες του Καΐρου στα πόδια της.
Τελικά ο κροκόδειλος είχε δίκιο...
  Αλίνα  2014

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Deceive thy truth

Παρακάτω το κεφάλι εκρήγνυται: ο άνθρωπος δεν είναι θεωρία (δεν έχει την ειρήνη παρά μόνο φεύγοντας) είναι ικεσία, πόλεμος, αγωνία, τρέλα.”
George Batalle_ L’ experience interieure

Αναπαράσταση_

«Η εικόνα σου πρέπει να είναι ενιαία και να έχει γραμμές καθαρές. Αυτός είναι ο λόγος του Θεού» είπε ο Δάσκαλος.
Θυμάται την αυστηρή του φωνή καθώς, μαθητής σε μια από τις πιο καλές σχολές ζωγραφικής της παλιάς πόλης του βασιλείου της Βόρειας Χώρας, άκουγε με προσήλωση και θαυμασμό κάθε φράση που πρόφερε ο Δάσκαλος με τον στόμφο που του έδινε το δικαίωμα στη γνώση. Η κάθε του λέξη ηχούσε δυνατή, βροντερή σαν το σώμα του που ψηλό και αγέρωχο έμοιαζε με ηχείο της αλήθειας.
 Έπιασε το μαύρο κάρβουνο και άφησε την άκρη του, όσο πιο απαλά γινόταν, πάνω στο χοντρό χαρτί που απλωνόταν μπροστά στο καβαλέτο του. Ήθελε και έλπιζε να σχηματίσει το τέλειο αποτύπωμα της μορφής που γυμνή βρισκόταν εμπρός του, στη μέση της αίθουσας.
Η μυτερή άκρη του κάρβουνου, ενώ θα έπρεπε με ηρεμία να αποτυπώσει την τελειότητα της μορφής αυτής στη μέση της αίθουσας, αυτό, βοηθούμενο από το χέρι του που ξαφνικά απόκτησε κάτι σα μια δική του θέληση, άρχισε να σχηματίζει με βία και την ανάλογη ένταση δεκάδες ‘σπασμένες’ γραμμές που με τυχαίο τρόπο άφηναν το δικό τους ίχνος  πάνω στο λευκό χαρτί. Δεν ήξερε αν πρέπει να σταματήσει ή ν’ αφεθεί σ’ αυτό το παιγνίδι που έπαιζε μαζί του η κάθε τυχαία μαύρη ή λιγότερο μαύρη γραμμή που έγραφε το κάρβουνο (ή το χέρι του);
Τη μία στιγμή άκουγε να ηχούν τ’ αυστηρά λόγια του Δασκάλου, ενώ την άλλη το κάρβουνο μαύριζε το λευκό χαρτί με όλο και πιο διασπασμένα ίχνη που έμοιαζαν να έρχονται από ένα κόσμο όπου οι μορφές ήσαν άπειρα και διάσπαρτα κομμάτια.
Πέρασε λίγος (ή ήταν περισσότερος;) χρόνος και το χέρι του άρχισε να μειώνει το ρυθμό που στροβίλιζε τα ίχνη του κάρβουνου πάνω στο χαρτί, για να μείνει, τελικά, ακίνητο. Και η ακινησία έφερε τη χαλάρωση στα δάκτυλά του, που με τη σειρά τους άφησαν ότι έμεινε από το κομμάτι κάρβουνο να πέσει στο πάτωμα. Νόμισε πως άκουσε έναν ήχο καθώς το ελάχιστο πλέον καμένο κομμάτι ακούμπησε το φθαρμένο ξύλο κυλώντας, για να σταματήσει δίπλα στο παλιό καβαλέτο του.
Μόνο τότε τα μάτια του μπόρεσαν να κοιτάζουν το δημιούργημά του. Και ήταν μια κάποια μορφή. Σίγουρα ήταν μια μορφή. Απλώς ήταν μια μορφή άλλη από το γυμνό σώμα που είχε την εντολή από το Δάσκαλο να ζωγραφίσει. Ήταν μια μορφή σπασμένη σε κομμάτια δίχως εμφανή συμμετρία. Γραμμές, κύκλοι, σκιάσεις, όλα ακολουθούσαν το δικό τους χορευτικό ρυθμό. Είχαν τη δική τους λογική, σχηματίζοντας μια μορφή πολύ μακριά, ήταν σίγουρο αυτό, από τις επιταγές του Δασκάλου. Κοίταξε μια τη μορφή στο χαρτί και μια τη μορφή του γυμνού μοντέλου. Και το γυμνό μοντέλο του φάνηκε ακίνητο μέσα στην αρμονική τελειότητά της συνέχειάς του.  Και η μορφή πάνω στο χαρτί έμοιαζε απόκοσμη, κατακερματισμένη σε χιλιάδες μικρές και τυχαίες γραμμές. Μα η δική του μορφή έμοιαζε όχι ακίνητη. Μέσα σε αυτή μπόρεσε να δει πολλές άλλες να ζουν και να συνομιλούν η μια με την άλλη σε διάλογο που για πρώτη φορά έκανε το λόγο του Δασκάλου να σιγήσει. Προς στιγμή πίστεψε πως το χαρτί είχε ζωή, άκουσε δε και κάτι που έμοιασε με χτύπο καρδιάς.
Προφανώς έκανε λάθος. Πώς είναι δυνατόν αυτό το δημιούργημα να έχει μέσα του ζωή; Πώς είναι δυνατό αυτή η τυχαία επαφή του με το χάος να έχει δημιουργήσει τέτοιες μορφές; Δεν μπορεί ο Δάσκαλος να έχει πει το λάθος! Δεν μπορεί ο Θεός να λέει τέτοια ψέματα!
Πριν να φτάσει ο Δάσκαλος δίπλα του, πρόλαβε και έσκισε την ακανόνιστη μορφή. Έτσι, ο  Δάσκαλος βρέθηκε να κοιτάζει ένα άδειο, λευκό χαρτί που στεκόταν αμίλητο στο καβαλέτο. Και στην παρατήρηση του Δασκάλου πως το χαρτί είναι άδειο, αυτός απάντησε: «Ναι, δεν μπόρεσα σήμερα Δάσκαλε να ζωγραφίσω τη μορφή. Το χέρι μου έτρεμε, και δεν ξέρω από τι».

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------

για το πόσο να ειπωθούν

έρχεται
από
καθηλωση
λόγων περί εαυτού
διάσπαση σε θαυμάσιες διαθλάσεις
αναλογίζονται κατά μόνας
τι μπορείς να δεις;
τι μπορείς να πεις;
πώς θα επιλέξεις από τα μύρια εντός αυτά των εαυτών σου;
δικαίωμα να ομιλήσει ποιος θα δώσεις;
άχρωμη, άγευστη, άηχη, άσαρκη
επι
λογη
σε χαμε
 νους
χω
             ρους
χρον
             ους
εν          αλλακτικων
 στρωματωσεων
 αστρων
             ταφιεσμενων
             σωματωσεων
προσώπων μνήμες στροβιλίζονται  σε μαύρους καθρέπτες κοίλους
φτιαγμένους από χαμένη σαγήνη λόγων μιας έλλογης παραμυθίας
ειδικά για όλους
ειδικά για τον καθένα
από Θεό που σκέφτηκε πριν αιώνες τη σοφία
πριν όμως καν  ένας  εαυτός μας  ειπεί την πρώτη λέξη
πριν μπορέσει να βαδίσει τα διάσπαρτα κομμάτια του
σπαράγματα πυρήνα που δεν υπήρξε
πάντα προσπαθώντας να ενώσει τα άτομά του
μερικά ονόματα εντός του χάους
σε μια προσπάθεια αέναης νηφαλιότητας
και σοφίας που τυφλώνει
για να αρθρωθεί όμως η μέρα
τελική
ως αρχή και αυτή δίχως αρχή
αυτό το μίγμα- μάγμα αδιαφοροποίητων
εκρήξεις που πια η τύφλωση εμποδίζει να ειδωθούν!
πόσο δε να ειπωθούν!

Οράματα

Η ομιλία του αρχηγού μόλις είχε τελειώσει. Το χωριό ήταν καλά οργανωμένο, το συσσίτιο ήταν πλούσιο και η φιλοξενία άριστη. Φάγαμε, μετά από πολύ καιρό, ζεστό φαγητό και ήπιαμε κοκκινέλι που το είχαν φυλάξει οι χωριανοί για μας. Είχε δημιουργηθεί μια ευχάριστη ατμόσφαιρα και ήμασταν χαλαροί. Ή έτσι δείχναμε... Από τότε που ξεκινήσαμε, ελάχιστες στιγμές χαλάρωσης υπήρξαν και αυτές μόνο φαινομενικά. Ο καθένας σίγουρα κάτι σκεφτόταν... κάτι νοσταλγούσε... κάποιο αγκάθι βασάνιζε τη ψυχή του...
Μια ιδέα μου τριβέλιζε το μυαλό... κοιτούσα τους λόφους και τα φώτα της πόλης... φαινόταν τόσο κοντά! Λίγα βήματα και θα ήμουν εκεί...
Ήπια κάμποσο κρασί για να βρω το θάρρος να μιλήσω στον αρχηγό. Μετά το γλέντι, αργά το βράδυ, τον πέτυχα μόνο του σε μια γωνιά. Καθόταν σκεφτικός και κάπνιζε... Οι άλλοι, αποκαμωμένοι είχαν πλαγιάσει ένα γύρω από τη φωτιά.
“Αρχηγέ!” φώναξα. “Θέλω μια χάρη. Θέλω να με αφήσεις να κατέβω για λίγο στη πόλη”. Τινάχτηκε ξαφνιασμένος. Έσμιξε τα φρύδια του και με κοίταζε στα μάτια να δει αν μιλάω σοβαρά. Έσκυψα το κεφάλι ντροπιασμένος.... φοβήθηκα πως θα με κατσαδιάσει... Τότε εκείνος χαμογέλασε, με χτύπησε στον ώμο φιλικά και είπε: “Είναι πολύ επικίνδυνο! Θα πάθεις καμμιά ζημιά...”. “Δεν θα πάθω τίποτα!” αποκρίθηκα ενθαρρυμένος. “Να πας αλλά να προσέχεις κακομοίρη μου! Στην ηλικία σου την τρώει κανείς κατακούτελα!” Γέλασα αναθαρρυμένος. “Στην ηλίκια μου;” “Δεν το ξέρεις; Στην ηλικία σου ο έρωτας είναι ο χειρότερος απ' όλους! Φυλάξου!”
Αποχώρησα χαρούμενος. Βρήκα μια άδεια θέση ανάμεσα στους άλλους και ξάπλωσα. Παρά τη κούραση, τα βλέφαρα μου δεν έκλειναν. Η αγωνία για την αυριανή μέρα και ο φόβος μην το μετανιώσει ο αρχηγός κράτησαν το βλέμα μου όλη νύχτα στο παράθυρο.
Όταν οι πρώτες ακτίδες του ήλιου έπεφταν στο τζάμι, ήμουν ήδη στο σπίτι του κουρέα. Με κούρεψε, με ξύρισε, μου δάνεισε κάποια παλιά ρούχα και μια τραγιάσκα και ήμουν έτοιμος να κατέβω στην πόλη. Βγαίνοντας από το χωριό, συνάντησα τον φύλακα που εγώ είχα ορίσει το βράδυ. Τον καλημέρισα, του είπα ένα μικρό ψέμα πως έχω εντολή από τον αρχηγό να πάω να φέρω κάποιον, και με άφησε. “Επιστρέφω σε λίγο!” του φώναξα ενώ απομακρυνόμουν και γελούσα από μέσα μου. Δεν έπρεπε να μου επιτρέψει να φύγω. Η μεταμφίεση μου πέτυχε! Δεν με αναγνώρισε! Με πέρασε για έναν απλό χωριάτη! Όλα καλά μέχρι εδώ. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κατηφόρισα με γρήγορα βήματα.
Έβλεπα την πόλη να απλώνεται μπροστά μου... Ποτέ άλλωτε δεν είχα προσέξει την ομορφιά της... Απίστευτο μου φαινόταν πως, επιτέλους, μετά από τόσους μήνες, θα περπατούσα πάλι στους δρόμους της... Θα ανέπνεα το άρωμα της... Θα ήμουν ένας απλός πολίτης... “ Ένας απλός πολίτης;” άκουσα έναν ψίθυρρο. Γύρισα πίσω μου να δω ποιος με έχει πάρει στο κατόπι και διαβάζει τις σκέψεις μου. Δεν ήταν δυνατόν να ήμουν τόσο άπροσεχτος! Δεν είχα τέτοιο δικαίωμα. Έπρεπε σε κάθε μου βήμα να προσέχω. Ούτε η σκιά μου δεν έπρεπε να με ακολουθεί... Κανείς! Όλα φαινόντουσαν ήσυχα. Η πόλη σιγά σιγά ξυπνούσε και οι ήχοι της έφταναν ως τα αυτιά μου σαν κελάηδημα πουλιών. “Χαχαχαχαχα!” άκουστηκαν δυνατά γέλια. “Μα τι διάλο συμβαίνει εδώ;” φώναξα δυνατά. “Ποιος είσαι; αν φοράς παντελόνια βγες έξω να σε δω και μην κρύβεσαι”. “Χαχαχαχαχαχα” συνεχίστηκαν τα γέλια. Είχα αρχίσει να ιδρώνω. Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ... “Ποιος είσαι; γιατί κρύβεσαι;” ξαναφώναξα και κοίταζα γύρω μου ψάχνοντας. “ Προς λάθος κατεύθυνση κοιτάς!” με ειρωνεύτηκε. Προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου. 'Ισιαξα την τραγιάσκα μου και συνέχισα αδιάφορος τον δρόμο μου. “Τι ήταν αυτή η φωνή; Από που ακούστηκε;” αναρωτιόμουν. “Καλύτερα να αλλάξω πορεία για να τον μπερδέψω. Δε θέλω μπλεξίματα. “Από όπου κι αν πας εγώ θα σε ακολούθησω!” είπε με έναν τόνο σιγουριάς. “Εμείς οι δυο, έχουμε να κάνουμε μια συζήτηση” συνέχισε. Στάθηκα για λίγο σαστισμένος... δεν είδα καμία κίνηση. Θα μου φάνηκε σκέφτηκα και συνέχισα το δρόμο μου. Πήρα τη δημοσιά. Ήταν πιο ασφαλές από το να πηγαίνω μες τα χωράφια. Ένας απλό χωριάτης ήμουν, δε θα κινούσα υποψίες.
Περπατούσα με γοργά βήματα και ρουφούσα το άρωμα της νοτισμένης γης από την πρωινή υγρασία. Τα βήματα μου ήταν μάλλον ατσούμπαλα. Είχα ξεσυνηθίσει να περπατάω σε άσφαλτο. Προσπάθησα να τα κάνω πιο σταθερά... Ήμουν ενθουσιασμένος! Ο δρόμος δεν είχε κίνηση και δεν φαινόταν τίποτα ύποπτο. “Μην ξεθαρρεύεις τόσο. Ο εχθρός μπορεί να φανεί ανά πάσα στιγμή!” άκουσα πάλι την ίδια φωνή. Κάποιος με είχε πάρει στο κατόπι. Αλλά ποιος; Κανείς δεν ήξερε πως θα φύγω. Κοίταξα με την άκρη του ματιού μου και είδα πως κάποιος βαδίζει πλάι μου. Σήκωσα τα μάτια μου και είδα έναν τύπο με μεγάλα γένια που φορούσε τα ρούχα μου. Αυτά που είχα αφήσει στο σπίτι του κουρέα για να φορέσω τα χωριάτικα. Κοιτώντας πιο προσεκτικά, είδα πως μου μοιάζει! “Ποιος είσαι εσύ; πως βρέθηκες εδώ;” ρώτησα δήθεν άνετα ενώ κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια να μην δείξω την ταραχή μου. “Χαχαχαχα” άκουστηκε πάλι το ειρωνικό του γέλιο. “Εγώ, είμαι εσύ. Δε με αναγνωρίζεις;” “Εσύ είσαι εγώ;” επανέλαβα μηχανικά. “Ναι. Εγώ είμαι εσύ. Είμαι αυτός που πίστεψες πως άφησες σε κείνο το σπίτι. Είμαι αυτός που νόμιζες πως τον πέταξες στο πάτωμα μαζί με τα ρούχα που με τόση χαρά έβγαλες. Είμαι εσύ. Είμαι αυτός που τόσους μήνες σε ακολουθεί τώρα από στρατί σε στρατί. Είμαι αυτός που σου δίνει δύναμη να συνεχίσεις τον δύσκολο δρόμο που διάλεξες. Είμαι εσύ. Που σου διώχνω τον φόβο τα βράδια όταν μένεις μόνος. Που σου δίνω δύναμη κάθε πρωί να συνεχίσεις τον αγώνα.” Έμεινα αποσβωλωμένος να τον κοιτώ ενώ συνέχιζε... “Τον αγώνα. Θυμάσαι; Θυμάσαι ή τα ξέχασες όλα σε μια στιγμή;” “Θυμάμαι...” τρέβλισα. “Τι γυρεύεις εδώ; Η θέση σου είναι εκεί πάνω. Με τους άλλους. Παραβαίνεις τον όρκο σου!” μου είπε αυστηρά. “Μα δεν τον παραβαίνω. Ο ίδιος ο αρχηγός μου έδωσε την άδεια. Και ξέρεις πόσο αυστηρός είναι σε αυτά τα ζητήματα.” απολογήθηκα. “Λιποτακτείς απ'το καθήκον σου! Ορκίστηκες να πολεμήσεις μέχρι τέλος!” “Τηρώ τον όρκο μου.” “Άφησες τον αγώνα για μια γυναίκα! Προδότη!” Άρχισα να χάνω την ψυχραιμία μου... δεν είχα αφήσει τον αγώνα. Για μια μέρα μόνο θα έλειπα. “Από τη στιγμή που έγινες αντάρτης δεν μπορείς να εκθέτεις τον εαυτό σου σε δημόσιο κίνδυνο! Τώρα προέχει ο αγώνας. Ο έρωτας μπορεί να περιμένει.” Σε αυτό το σημείο είχε ένα δίκιο. Δεν ήμουν τυχαίος αντάρτης. Ήμουν επικεφαλής ομάδας. Έπρεπε να προσέχω. Τόσα άτομα εξαρτόνταν από μένα. Είχα υποχρέωση απέναντι τους να επιστρέψω ασφαλής. “Δε θα πάθω τίποτα.” του απάντησα με σιγουριά. “Μόνο για λίγο θα πάω να την δω και θα γυρίσω πίσω στην ομάδα μου.” “Αυτά που κάνεις είναι επιπολαιότητες. Ο αντάρτης δεν έχει χρόνο για έρωτες. Ο νους του οφείλει να είναι μόνο στον αγώνα.”
Ο ήχος ενός αυτοκινήτου που ανέβαινε μουγγρίζοντας την ανηφόρα διέκοψε απότομα τη συζήτηση. Διέκρινα δυο Γερμανούς μέσα μαζί με μια γυναίκα να χαριετίζονται και να χασκογελάνε. Μου κόπηκαν τα γόνατα... Αν γινόταν έλεγχος; Δεν είχα χαρτιά μαζί μου. Μετάνιωσα που είχα αφήσει το βουνό! Προσπάθησα να φερθώ φυσιολογικά. Έσκυψα δήθεν να δέσω τα κορδόνια των παπουτσιών για να κρύψω το πρόσωπο και την ταραχή. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε το κορμί μου... Άκουσα το αυτοκίνητο να απομακρύνεται. Ευτυχώς δε σταμάτησαν. Συνέχισα το δρόμο μου χωρίς άλλες απρόοπτες συναντήσεις. Τάχυνα το βήμα μου. Λίγο ακόμα και θα έφτανα. Επιτέλους θα την συναντούσα ξανά!
Με το σούρουπο έφτασα στα πρώτα σπίτια της πόλης. Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Σαν να μην είχαμε πόλεμο. Τα παιδιά έπαιζαν στο δρόμο και οι παιδικές τους φωνές με ταξίδεψαν χρόνια πίσω... τότε που έπαιζα κι εγώ ανέμελος σε μια γειτονιά. Όμορφα που είναι στη πόλη! Πλησιάζοντας προς το κέντρο, κι ενώ έπεφτε η νύχτα, η κίνηση στους δρόμους μειωνόταν. Όταν έφτασα στη κεντρική πλατεία είδα την πρώτη εχθρική περίπολο. Η μαγεία χάθηκε!
Έλαβα όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις και με αργά βήματα βρέθηκα στη πόρτα του φίλου μου. Δεν είχε ενημερωθεί για την επίσκεψη μου, δεν με περίμενε. Ήξερα πως είναι κι αυτός στην οργάνωση και τον εμπιστευόμουν. Δεν είχα κι άλλη επιλογή. Έπρεπε να τον εμπιστευτώ. Χτύπησα τη πόρτα διστακτικά. Η πόρτα άνοιξε και πριν προλάβω να μετανιώσω, αντίκρυσα μια μορφή ξαφνιασμένη. Δεν με αναγνώρισε. Έβγαλα την τραγιάσκα και χαμογέλασα. Ήταν ακόμα διστακτικός. Του είπα ποιος είμαι. Τρόμαξε να με αναγνωρίσει. Η μεταμφίεση μου ήταν τέλεια! Του εξήγησα πως ήρθα για λίγο, δεν είχα πολύ χρόνο και τον σκοπό της επισκέψης μου.
Έτρεξε γρήγορα να την ειδοποιήσει. Έμεινα μόνος στο σκοτεινό δωμάτιο. Αδημονούσα ευτυχισμένος! Πόσο μου είχε λείψει! Πλύθηκα, φόρεσα καθαρά ρούχα και περίμενα. Οι στιγμές της προσμονής ατέλειωτες... Μου φάνηκε πως πέρασαν μέρες μέχρι που άκουσα τον ήχο της κλειδαριάς και τη φωνή της. Μόλις με αντίκρυσε, έβγαλε μια χαρούμενη κραυγή κι έτρεξε στην αγκαλιά μου. Δεν χόρταινα να την φιλώ και να την κοιτώ! Ανταλλάξαμε τα νέα μας, τους φόβους μας, τις ανησυχίες μας ώσπου κούρνιασε μεθυσμένη από ευτυχία στον ώμο μου και την πήρε γλυκά ο ύπνος. Ήταν τόσο όμορφη!
Αχάραγα την άφησα από την αγκαλιά μου και σηκώθηκα να φύγω. Ντύθηκα χωρίς να κάνω θόρυβο, άνοιξα σιγά τη πόρτα και κατέβηκα τις σκάλες. Κλείνοντας την αυλόπορτα γύρισα πίσω να κοιτάξω για τελευταία φορά το μέρος. Ποιος ξέρει αν και πότε θα ξαναρχόμουν... Τότε την είδα! Ήταν εκεί! Έστεκε στο παράθυρο και με αποχαιρετούσε... Στεκόταν όρθια, σαν μαρμαρωμένη με ένα βλέμμα... Σπάραξε η καρδιά μου. Πως μπορώ και της το κάνω αυτό; Πως μπορώ και την αφήνω πάλι; Έκανα να γυρίσω πίσω. Ήθελα τόσο να την σφίξω στην αγκαλιά μου και να μην την αφήσω ποτέ ξανά! Ένα χέρι με ακούμπησε στον ώμο. “Πάμε...” είπε με σιγανή φωνή. “Πρέπει να φύγουμε πριν ξυπνήσει η πόλη. Όσοι λιγότεροι σε δουν, τόσο πιο ασφαλής θα είσαι κι εσύ κι εκείνη.” Γύρισα και είδα τη φιγούρα που με συνόδεψε στο κατέβασμα. “Πάμε...” είπα συγκαταβατικά.
Για ώρες βάδιζα σα χαμένος. Δε μπορούσα να συνέλθω. Πονούσε η καρδιά μου. Έκλαιγα σαν μωρό παιδί... Τα βήματα με οδήγησαν έξω από τη πόλη. Είχα πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Αυτό ήταν... Τελείωσε. Άρχισα να δέχομαι σιγά – σιγά το συντελεσμένο. Ο νους μου πήγε πάλι στο βουνό, στην ομάδα, στον αγώνα. Το χρέος μου είναι να είμαι εκεί.


Αντιγόνη, Κυριακή 16.11.2014


Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Έζησα και ζω

Είμαι μια κουρτίνα απλή.
Λιτή ,σχεδόν δωρική.
Οι γραμμές μου κάθετες ατενίζουν το κέντρο της γης.
Οι πτυχώσεις μου, άλλοτε κοίλες, άλλοτε κυρτές  αγκαλιάζουν τον αέρα.
Το φως διαπερνά τον ιστό μου.
Αλλού με φωτίζει, αλλού με σκιάζει και μεγαλώνει τον όγκο μου.
Η σκιά μου δηλώνει την ύπαρξη μου στα ντουβάρια.
Το χειμώνα παγώνω από το κρύο που μπαίνει από τα τζάμια.
Το καλοκαίρι η κάψα μαραίνει το σώμα μου.                                        
Άγομαι και φέρομαι απ  τα χέρια του κάθε επισκέπτη. Περνώ ώρες ατέλειωτες ακίνητη, αφουγκράζοντας τη βουή του δρόμου
και άλλες πάλι παρακολουθώντας  τα δρώμενα του δωματίου.
Χωρίζω δυο κόσμους και δεν ανήκω σε κανένα.
Θα   θελα να   ’μουν   αραχνοΰφαντη.
Να φύγω απ’  τη θέση μου .
Να  στροβιλίζομαι στον αέρα.
Όμως είμαι βαριά και πυκνή.
Είμαι ταγμένη να στέκομαι εδώ.
Ουδέτερη.
Να τραβιέμαι, για να εξασφαλίζω την ατομικότητα και να διώχνω τα αδιάκριτα βλέμματα
ή για να με κάνουν στην άκρη, για να μην στέκομαι εμπόδιο στις ακτίνες του ήλιου.
Όταν ο αέρας το επιβάλλει θα λικνίζομαι  καλά στηριγμένη στη βάση μου.
Θα είμαι εδώ όσο καιρό ,εσείς αποφασίσετε.

Και πέρασαν τα χρόνια.
Είκοσι στον αριθμό.
Και ότι ήξερα άλλαξε.
Και το στήριγμα μου ασταθές και επισφαλές έγινε.
Θηλιά στο λαιμό.
Και έπαψα πια να θέλω να στέκομαι εκεί
και να περιμένω το χέρι που θα με τραβήξει.
Και ονειρεύτηκα…
Και ονειρεύτηκα ότι έγινα λεπτή και διάφανη…
Και πόθησα ελεύθερη να αιωρούμαι.
Να λικνίζομαι σαν αέρινο ανάλαφρο μαντίλι.
Και μόνη μου να ταξιδεύω.
Μόνη μέσα στο χάος αιωρήθηκα.
Ο αέρας  στροβίλισε  το σώμα μου.
Στα αυτιά μου έφτασε ο αχός των κυμάτων
κι αλμύρα τους  νότισε  το κορμί μου.
Και ένιωσα την κάψα του καλοκαιριού να φθείρει  την ύφανσή μου.
Ελεύθερη πια αιωρήθηκα και αιωρούμαι.
Έζησα και ζω.

Μαριάννα   9/11/14

Ο Φρου-Φρου, η μάγισσα και η κρίση


Ορισμός
Με τη λέξη «Κρίση», οι άνθρωποι, από τα πολύ παλιά χρόνια, ονομάζουν εκείνο το παράξενο τερατάκι που σκοπό έχει να εισβάλλει και να διαταράξει, να κλονίσει, να καταστρέψει ή/και να αναμορφώσει τελικά τις παντός είδους ανθρώπινες σχέσεις και κάποιες φορές και τα ίδια τα ανθρώπινα υποκείμενα.
Στην ειδική περίπτωση, που η σχέση η οποία βάλλεται, είναι αυτή του υποκειμένου με την ύπαρξή του, ονομάζεται «Υπαρξιακή Κρίση».  Σ’ αυτή την τελευταία μορφή, εμφανίζεται συνήθως, αφού προηγουμένως έχει προσβάλλει πολλές από τις άλλες σχέσεις του θύματος.

Περιγραφή
Η περιγραφή της εξωτερικής της εμφάνισης ποικίλει. Από άλλους περιγράφεται σαν ένα  ξωτικό-πειραχτήρι,  μικρόσωμο και ξυπόλητο, για να μπορεί να τρυπώνει παντού αθόρυβα και απαρατήρητο, με κόκκινα φουντωτά μαλλιά και μεγάλα ζωηρά μάτια. Κάτι σαν τον «Φρου-Φρου», για όσους γνωρίζουν την ομώνυμη παιδική σειρά. Σε άλλους πάλι φάνηκε σαν μια γιγαντόσωμη ηλικιωμένη γυναίκα με τρομακτική, αποκρουστική μορφή, κάτι σαν την Κακιά Μάγισσα των παραμυθιών δηλαδή. Μια τρίτη κατηγορία, τέλος, υποστηρίζει ότι η Κρίση παίρνει πότε τη μία και πότε την άλλη μορφή, ανάλογα με την προσωπικότητα και τις αντιδράσεις του θύματος.
 Έτσι λοιπόν, ενώ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την εμφάνιση της (προφανώς  οι διάφορες περιγραφές είναι υποκειμενικές και εξαρτώνται από τις προσωπικές εμπειρίες του καθενός), μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι το φύλο της είναι θηλυκό. Σ’ αυτό το συμπέρασμα, εκτός από τις περιγραφές,  μας οδηγεί και το όνομα της, που είναι γένους θηλυκού.

Θύματα
Εν δυνάμει θύματα της είναι όλα τα έλλογα όντα. Δείχνει όμως κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στους ανθρώπους της μέσης ηλικίας. Αυτό εξηγείται σε ικανοποιητικό βαθμό από τις παρακάτω παραδοχές: α) Στην ηλικία αυτή οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν δημιουργήσει πληθώρα σχέσεων (φιλικές, συντροφικές, οικονομικές, πολιτικές κ.α.) και συνεπώς της προσφέρουν ευρύτατο πεδίο δράσης. β) Έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό, συγκριτικά με τους νεώτερους, την εντύπωση ότι η ωριμότητα τους είναι τόσο μεγάλη και τα οικοδομήματα-σχέσεις  τους τόσο σταθερά, με αποτέλεσμα να μην παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης.  γ) Είναι περισσότερο διαθέσιμοι, συγκριτικά με τους πιο ηλικιωμένους, να αναμορφώσουν τις κάθε λογής σχέσεις τους, πράγμα που, όπως προαναφέραμε, αποτελεί και τον τελικό στόχο της.
Τα παραπάνω δε σημαίνουν  ότι  οι υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες πρέπει να θεωρούνται προστατευμένες. Αξίζει  όμως να σημειωθεί, ότι δεν έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα περιπτώσεις επιθέσεων σε άτομα τα οποία βιώνουν ακόμα την παιδική ηλικία.

Τρόπος δράσης
Συνήθως εισβάλλει στο οικοδόμημα-σχέση αθόρυβα επιδιώκοντας αρχικά να περάσει απαρατήρητη. Μπορεί να μπει με την ίδια ευκολία τόσο από μια ορθάνοιχτη πόρτα, όσο και από μια απειροελάχιστη χαραμάδα.
Έτσι λοιπόν, ανενόχλητη αρχίζει το αποτρόπαιο έργο της. Αδειάζει τα καλάθια βγάζοντας τα άπλυτα στη φόρα, ανοίγει τα χρονοντούλαπα εκθέτοντας σε δημόσια θέα τα περιεχόμενα τους, σηκώνει τα χαλάκια αποκαλύπτοντας όλα όσα επιμελώς έχουν κρυφτεί κατά καιρούς από κάτω, και ραγίζει γυάλινα αντικείμενα, που όπως όλοι ξέρουν δεν είναι εύκολο να ανασυγκολληθούν. 
Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, όλα τα προηγούμενα δεν είναι αρκετά για να αντιληφτούν οι άνθρωποι την παρουσία της. Και τότε αναγκάζεται να αναποδογυρίσει τους καναπέδες στους οποίους έχουν βολευτεί ή τα κρεβάτια όπου κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου.  Όταν επιτέλους γίνεται αντιληπτή, κάθεται σε μια γωνιά περιμένοντας να δει πώς θα ανταποκριθούν τα θύματα.

Αντιμετώπιση
Οι αντιδράσεις των ανθρώπων στην εμφάνισή της παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μορφή με την οποία τους παρουσιάζεται.  
Ορισμένοι, μετά από μια πρόχειρη τακτοποίηση, ξαναγυρίζουν στην προηγούμενη κατάσταση. Τότε η Κρίση επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τις επιθέσεις της, με τη μορφή Φρου-Φρου, μέχρι να βαρεθεί η ίδια ή μέχρι να καταφέρει να τρομάξει το θύμα της εμφανίζοντας το αποκρουστικό της πρόσωπο της Κακιάς Μάγισσας.
Κάποιοι άλλοι, που δεν έχουν καμία διάθεση να αντιμετωπίσουν το χάος που επικρατεί, εγκαταλείπουν άρον-άρον το οικοδόμημα-σχέση και φτιάχνουν άλλο, καινούριο. Και σ’ αυτή την περίπτωση όμως, η συνέχεια είναι η ίδια με την προηγούμενη, μιας και το νέο οικοδόμημα είναι συνήθως πανομοιότυπο με το παλιό.
Άλλοι πάλι, που βλέπουν κατευθείαν το φρικαλέο της πρόσωπο, τρομάζουν σε τέτοιο υπερβολικό βαθμό, ώστε οδηγούνται ακόμα και στην αυτοκτονία. Σ’ αυτούς ακριβώς αναφερόμαστε όταν μιλάμε για την καταστροφή, όχι μόνο του οικοδομήματος-σχέσης αλλά και του ίδιου του ανθρώπινου υποκειμένου. Αξίζει ακόμα να παρατηρήσουμε, ότι η Κρίση εδώ, έχει εμφανιστεί με την τελική της μορφή, αυτή της «Υπαρξιακής», καθώς και ότι η σχέση υποκειμένου-ύπαρξης έχει διαρραγεί με τρόπο μη αναστρέψιμο.
Τέλος, μια άλλη κατηγορία, είναι εκείνοι που θα τους χαρακτηρίζαμε «σε θέση μάχης».  Εξετάζουν με τη δέουσα προσοχή όσα η Κρίση στη μανία της έχει αποκαλύψει, σκέφτονται, διαλέγονται, και πολλές φορές ζητούν τη βοήθεια των ειδικών στην αναδιαμόρφωση του εσωτερικού και περιβάλλοντα χωροχρόνου. Αφού τελειώσουν με την τακτοποίηση και βεβαιωθούν ότι τα χρονοντούλαπα έχουν αδειάσει και κάτω από τα χαλάκια δεν υπάρχει πια τίποτα κρυμμένο, μένει να ασχοληθούν με τα ραγισμένα γυαλικά. Αν καταφέρουν να τα συγκολλήσουν, είναι πλέον βέβαιο ότι το οικοδόμημα-σχέση είναι πάλι κατοικήσιμο. Αλλιώς μετακομίζουν σε καινούριο.  Αυτός ο τελευταίος τρόπος αντιμετώπισης είναι και ο πιο αποτελεσματικός, αφού έχει παρατηρηθεί ότι έτσι η Κρίση αποχωρεί.
Δεν μπορούμε όμως, να αποφανθούμε με σιγουριά, αν αποχωρεί ηττημένη ή νικήτρια, μιας και ο σκοπός της έχει τελικά ευοδωθεί. Το οικοδόμημα είναι πλέον ανακαινισμένο, η συντήρησή του γίνεται τακτικά και οι πόρτες, που πιθανόν πριν να παρέμεναν ανοιχτές τώρα έχουν κλείσει. Διατηρούμε όμως μια μικρή επιφύλαξη για τις χαραμάδες.
Δήμητρα  9/11/2014