Τα παλιότερα τα χρόνια,
οι παππούδες με τα εγγόνια,
τις κρύες νύχτες του χειμώνα,
κάθονταν κοντά στο τζάκι
κι έλεγαν παραμυθάκι.
Έτσι, μια νύχτα σαν κι αυτή,
παγωμένη, σκοτεινή,
που η ομίχλη έπεφτε πυκνή,
λέει ο Ντίνος στον παππού:
«Θα μου πεις την αλεπού;»
«Θα στην πω παραπονιάρη!
Όμως, κάνε μου τη χάρη,
κατέβα κάτω στο κελάρι·
Να! πιάσε το κατοσταράκι
και φέρε μου λίγο κρασάκι.»
«Ναι παππούλη! Με χαρά!»
λέει ο Ντίνος ζωηρά.
Βάζει στα πόδια του φτερά,
κρασί σβέλτα να γεμίσει,
παραμύθι ν’ αρχινίσει.
Ψάχνει, βρίσκει το βαρέλι
με το καλό το κοκκινέλι,
μα … τη σκανταλιά τη θέλει.
Κι όπως την κάνουλα γυρίζει,
τρανή λαχτάρα τον πλημμυρίζει.
«Ωωω!!! τι νεράκι είναι αυτό!!!
Γάργαρο και λαμπερό,
κόκκινο κι ευωδιαστό!!!
Αν πιώ λιγάκι, ποιός θα το ξέρει;
Χαρά μεγάλη θα μου φέρει.»
Πέφτει ανάσκελα στη γη,
με λαχτάρα περισσή
να δοκιμάσει το κρασί
και ρουφάει απ’ το βαρέλι
του παππού το κοκκινέλι.
«Τι γλυκό! … κι ας καίει λίγο!...
Δεν το νοιώθω πια το κρύο!...
Πού να σηκωθώ να φύγω!...
Για δες γέλια που έχω βάλει!...
Τι ευφραίνονται οι μεγάλοι!!!»
Μα σε μερικά λεπτά,
όταν γέμισε η κοιλιά,
ξάφνου η ζάλη αρχινά.
Του πονάει το κεφάλι
κι αρχινά το παρακάλι:
«Ωωωχ! Το κεφάλι μου γυρίζει!
κι έχω κι ανοιχτή τη βρύση!...
Ο παππούς θα με τσακίσει!!!
Τι μπελάς κακός με βρήκε!...
Διάολος μέσα μου θα μπήκε!»
Καθώς αργούσε το παιδί,
πάει ο παππούς και τι να δει!
Λίμνη είχε κάνει το κρασί,
ξάπλα στο πάτωμα ο Ντίνος.
Έφταιξε όμως κι εκείνος.
«Αχ! παιδί μου, τι να πω!
Ξέρω πως είσαι ζωηρό,
μα δεν το πρόσμενα αυτό!
Πάμε τώρα να ξαπλώσεις
κι άλλη φορά βάζουμε γνώση.»
Δήμητρα 1/2/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου